(Σκιτσογράφημα)
Πρόσεχε τη μάνα - Όλγα στο κέντημα. Μικρούλα, η Καλλιρρόη, έριχνε
κι αυτή καμιά σταυροβελονιά.
Καλά… που δεν τρυπούσε τα χεράκια της…
Τα μάτια της αξεκόλλητα από τα πολύχρωμα νήματα…
Μεγάλωσε μέσα στα κοφτά κεντήματα, στην προίκα που ετοίμαζε
με μεράκι, για νεόνυμφες, η μάνα της.
(Τ’ ασπροκέντι, το κοφτό, μπήκε μετά το ‘30, πριν υπήρχε το
ανεβατό…)
Όταν ένιωσε έτοιμη, ασχολήθηκε και η Καλλιρρόη με το ίδιο
αντικείμενο.
Κι απέδειξε με την υπομονή, που τη διέκρινε, με το
προσεκτικό μάτι, το καλό χέρι, το γούστο στο κέντημα, ότι είναι ανώτερη του
μάστορα.
Την είδε, τη δοκίμασε ο κόσμος και τη βαθμολόγησε. Την αποκάλεσε,
χωρίς υπερβολή:
Γραφοχέρα.
Τη χαρακτήρισε, χωρίς δισταγμό, πετυχημένη καλλιτέχνιδα…
Στ’ αμπέλια, που δούλευε παρέα και μ’ άλλα μέλη της
ταξιαρχίας, σ’ ανάπαυλα, κάτω από βαθύσκιωτο δέντρο, στη στιγμή έριχνε ευθεία
με μολύβι, το σχέδιο του κεντήματος σε πανί.
Για μαξιλάρι θα ήταν, για τραπεζομάντιλο, για γωνίες ή για νυφική
ποδιά…
Ποτέ δεν έμοιασε το ‘να σχέδιο με τ’ άλλο. Ο νους της, η
φαντασία της, πάντα δημιουργούσε το νέο…
Το ανεπανάληπτο, το πρωτότυπο…
Το ελκυστικό…
Σ’ ότι σχεδίαζε, είχε υπόψη τη λαϊκή δροπολίτικη παράδοση.
Πάλευε να τη διατηρήσει με φανατισμό.
Ακόμα και σήμερα, με κάποια χρονάκια πάνω στη ράχη της,
είναι σε θέση, να σου κεντήσει ολόκληρο προικιό.
Να σου φτιάξει με γούστο, από την κάλτσα και μέχρι το
κεφαλομάντηλο, ολόκληρη νυφική στολή…
Να σου τη φορέσει κιόλας στο κορμί.
Γιατί είναι και στολίστρα… Τι δεν είναι αυτή…!!!
Σου δένει τη σκούφια. Σε στολίζει, σε κάνει ωραία νυφούλα:
Με τη φουστανέλα, το ρουτί, τη σίτα, τα δαντελωτά μανίκια, το
μάλλινο χρωματιστό ζωνάρι, το βελούδινο γιλέκο, την κάτασπρη ποδιά...
Όπως ξέρει μόνο αυτή. Και καμία άλλη σ’ όλη την περιοχή.
- Με την ξενιτιά πρώτα κι ύστερα με την πρώτη Ιταλία - σου
λέει - ήρθε η «εξέλιξη». Μπήκε η μόδα, άλλαξε - ψεύτισε η
στολή.
Στολή φεστιβάλ είναι η σημερινή. Βαρετή, φορτωμένη σε λάμπες, σε χρυσά. Χρυσώνουμε ακόμα και τη
σίτα.
Όλα τ’ αλλάξαμε, μόνο το διπλάρι κρατάει από παλιά. Τη θέση
του μεταξωτού την έπιασαν τα συνθετικά.
Το φουστάνι ήταν κοντό. Αργά το φτάσαμε στα νυχοπόδαρα. Τα
προμάνικα, που σκέπαζαν όλο το χέρι, δεν υπάρχουν πια.
Συνήθως στην ποδιά κεντούσαμε το λουλούδι. Μετά «ήρθαν και κάθισαν» πάνω της τα πουλιά
Διέφερε η νυφική στολή ανάμεσα Άνω και Κάτω Δρόπολης. Αλλά
κι ανάμεσα στα χωριά. Τα παράξενα τα
‘χε η στολή της Κάτω Δρόπολης, η Πάνω τα
‘χε σεμνά…
Σου μιλάει η Καλλιρρόη Διαμάντη σαν να έχει γνώσεις ειδικού.
Μέσα της κρύβει ένα παράπονο…
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
16/01/2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου