Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ

   (Από το σημειωματάριο)

    Χθες, 14 Νοεμβρίου 2007, τυχαία στην πλατεία Ομονοίας συνάντησα τον  γνωστό συγγραφέα, Μένη Κουμανταρέα.
     Που έγραψε «Σεραφείμ και Χερουβείμ», «Το αρμένισμα», «Το κουρείο», «Πλανόδιος σαλπιγκτής», «Η μέρα για τα γράμματα κι η νύχτα  για το σώμα».
    Ψάχνω να βρω και τα υπόλοιπα έργα του. Αξίζει να τα ‘χει κανείς όλα στην προσωπική του βιβλιοθήκη.  
    Σκάλωσε πρώτα η ματιά μου στον ψηλό αδύνατο άνδρα γύρω στα εβδομήντα του.
    «Που τον έχω δει τάχα», κόλλησε η μνήμη μου.
    Τον είδα να ήταν αφηρημένος στις σκέψεις του. Σαν κάποιος που βγήκε από το σπίτι χωρίς πρόγραμμα και πάει όπου τον σέρνει ο άνεμος. Όπου τον σέρνει ο δρόμος.
    Σπρώξαμε ελαφρά ο ένας τον άλλο μέσα στην ατέλειωτη κοσμοσυρροή.
    Χωρίς να είμαι σίγουρος ότι είναι «αυτός», γύρισα πίσω να τον σταματήσω.
    Ενώ στάθηκε όρθιος στο σημείο που κάνουν πιάτσα τα ταξί, τον πλησιάζω και τολμώ:
    - Συγνώμη…!
    - Παρακαλώ!
    - Μήπως είστε συγγραφέας;
    - Ναι.
    - Ο κύριος Κουμανταρέας;
    - Εγώ είμαι..
    -Τελευταία σας έχω «πάρει» καταπόδι. Ψάχνω κάθε βιβλίο σας. Μου αρέσει ο άψογος φιλοσοφημένος τρόπος γραφής. Η φιλοσοφημένη πρόταση. Στην Αλβανία κυνηγούσα Κανταρέ. Τώρα στην Ελλάδα εσάς…Βλέπω ότι έχετε κοινά σημεία. Την παρατηρητικότητα. Τον τρόπο πως ξεδιπλώνεται ένα γεγονός…
    - Ευχαριστώ…! 
    - Σας πρωτοείδα σε παρουσίαση βιβλίου. Μιλήσατε σεμνά κι ειλικρινά. Δεν κρύψατε τίποτε. Είπατε όλη την αλήθεια σε Βορειοηπειρώτη συγγραφέα: «Δεν ξέρω αν σας καταλαβαίνει το κοινό και κυρίως ετούτη η σύγχρονη νεολαία της ιστοσελίδας. Μιλάτε για τη φύση, για τα βουνά, για τα δάση, για τις πλαγιές... Όμως, από το έργο σας απουσιάζει το βασικό στοιχείο: ο άνθρωπος. Μιλάτε για πολιτική και κάθεστε μακριά της. Απουσιάζει η συγκεκριμένη τοποθέτηση. Δεν λέτε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στις πολιτικές εξελίξεις. Η Αλβανία ή η Ελλάδα...».
    - Εμείς γι’ αυτό γράφουμε - μου είπε κοφτά.
    Και συνέχισε:
    - Εσείς ποιος είστε - παρακαλώ;
    Τ’ ανάφερα τ’ όνομά μου.
    -  Η δουλειά σας;
    Του εξήγησα κοντολογίς την απασχόληση. Μάλιστα και το παλιό μου επάγγελμα.
    Από το ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού κατάλαβα ότι γνώριζε το «Λαϊκό Βήμα».
    - Δεν ξέρω αν υπάρχει έργο σας, που μιλάει αποκλειστικά για τους μετανάστες - του είπα. - . Μ’ αφορά το ζήτημα.
    - Ξεφυλλίστε το τελευταίο μου βιβλίο  «Η γυναίκα που πετάει». Πιστεύω θα σας βοηθήσει αρκετά.
    Μεσολάβησε σιωπή, που έλεγε «δεν υπάρχει πια χρόνος για χάσιμο». Η τυχαία συνάντηση με τον Κουμανταρέα δεν αφήνει περιθώριο για περισσότερη συζήτηση...
    Είδα τη μεγάλη πίεση που ασκούνταν πάνω του. Από το χρόνο και τα γεγονότα.
    Σήκωσε το χέρι. Ένα ταξί σταμάτησε μπροστά στα πόδια του, τον πήρε κι έφυγε.


    Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
    06/12/2014   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...