Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

Όταν λες σε συμπατριώτη σου ότι για τη διοργάνωση ενός συλλαλητηρίου, χρειάζονται κάποια χρήματα:

Για να ενοικιάσεις αίθουσα σύσκεψης, να παραγγείλεις πανό, να εκτυπώσεις φυλλάδια, να αγοράσεις σημαίες …

... σε κοιτάει καχύποπτα και κατσουφιασμένος, στα ρίχνει κατάμουτρα:

- Τόσες φορές ανταποκρίθηκα σε πρωτοβουλίες με λεφτά, αλλά τα μάτια μου δεν είδαν έργο.

Όσο ειλικρινής, δραστήριος… κι αν είναι κανείς, δυσκολεύεται τώρα πια να φέρει τον κόσμο στα νερά του.

Έχει δίκιο κι άδικο συνάμα, ο πολίτης, που δεν ακολουθεί. Που δεν στηρίζει ...

Δίκιο, διότι προσέχει να μην εξαπατηθεί ξανά.

Άδικο, διότι τους ενασχολούμενους με τα κοινά, δεν πρέπει να τους βάζει όλους στο ίδιο τσουβάλι.

Οι παλιοί ήταν πολύ προσεκτικοί. Προπάντων όταν διαχειρίζονταν χρηματικά ποσά.

Θ' αναφερθώ σ' ένα παλιό γεγονός, που σχετίζεται με την ενασχόληση με τα κοινά, που είναι αξιοθαύμαστο και παράδειγμα προς μίμηση από όλους μας και στις μέρες μας:

Η δημογεροντία της Καλογοραντζής είχε κανόνες, πειθαρχία. Στους κόλπους της είχε πάντα εκλεκτά, μυαλωμένα πρόσωπα, με κύρος.

Σε τρία πιο σοβαρά μέλη, η επιτροπή εμπιστευόταν από ένα τεμάχιο, χωρισμένης σφραγίδας στα τρία.

Στο βιβλίο του Αθανασίου Καμπέρη «Στον τόπο μας από αρχαιοτάτους χρόνους», για την εν λόγο σφραγίδα του 1820, διαβάζουμε:

«Το κάθε μέλος κρατούσε το κομμάτι του.

Μόνον όταν τα τρία μέλη συμφωνούσαν, ένωναν τα κομμάτια και μ’ ολόκληρη τη σφραγίδα σφράγιζαν την κοινή απόφαση.

Διαφορετικά, οποιαδήποτε απόφαση, ήταν άκυρη».

Τίθεται καθήκον να μιμηθούμε εκείνη την παλιά σφραγίδα - δικλείδα ασφαλείας. Όμως…, με διαφορετικό, σύγχρονο τρόπο, πλέον.

Για να πετύχουμε, μέσω αυστηρού ελέγχου και απόλυτης διαφάνειας, την εμπιστοσύνη του κόσμου.

Ώστε να επιστρέψει πίσω ο κόσμος και να προσφέρει ηθική και υλική βοήθεια.

Όπως πρώτα.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
04/12/2014


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...