Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΟΥΤΗΓΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΟΣ Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ

(Γραμμένο κείμενο ψες τα μεσάνυχτα)

Έλα και να ξημερώσει…! Να προβάλει η  μέρα στο παράθυρο…!

Περάσαμε άλλη μια δύσκολη νύχτα, χωρίς φως...

Γιατί τάχα, μόνον ο τόπος μας να ‘ναι διαρκώς βουτηγμένος μέσα στο σκοτάδι; 

Λες να μας πιέζουν να μπουχτίσουμε; 

Να αισθανθούμε βαρετή τη ζωή στα εδάφη μας:

Εμείς… και μέσα στο σκότος θα ζήσουμε. Θα μείνουμε κάτω απ’ τη στέγη μας.

Ρεεε… δεν παρατούμε τα σπίτια μας, τα κόπια μας! 

Πάρτε το καλά χαμπάρι…! 

Όπου κι αν πάμε, όπου κι αν γυρίσουμε… Στη γη των προγόνων θα ξεψυχήσουμε…

Οι βολεμένοι μας …(;!)

Αυτοί δεν ξέρουν τι θα πει σκοτάδι. Ανάβουν τις γεννήτριες και φωτίζουν τα σαράγια των κόπων μας.

Τι κι αν έγιναν αντιπρόεδροι του Αλβανικού Κοινοβουλίου, Υπουργοί, Βουλευτές, Διπλωμάτες. Έπαρχοι, Δήμαρχοι... 

Μας έχουν βάλει τη φωτιά... Καιγόμαστε ολόκληροι κι αυτοί πυρώνονται.

Λείπει το φως στα σπίτια μας, γιατί μας έχει κατακλείσει το μυαλό το πηκτό σκοτάδι.

Κόσμε, μ’ ακούτε;! Ξελαρυγγίστηκα! Μου μάλλιασε το στόμα φωνάζοντας…! 

Ξυπνήστε ρεεεεε!

Οι εκλεχτοί μας, είναι αυτοί που μας τρώνε λάχανο…! Το κακό, τον διάολο, τον έχουμε μέσα μας…!

Όσο για μένα;! Μην με λυπάστε καθόλου. Μ’ αρκεί μόνο ένα κερί .

Το ‘χω και τ’ ανάβω σ’ ώρα ανάγκης…

Εγώ έχω φως…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ   
29/12/2014



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...