Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΖΙΦΟΣ «ΟΙ ΘΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΠΙΑΝΟΥΝ ΤΟΠΟ»

Άκουσα απόψε Σαμαρά και Βενιζέλο, να πανηγυρίζουν ότι η Ελλάδα προχωράει ικανοποιητικά, αναπτύσσεται.

Κι ότι σύντομα θα βγει από το Μνημόνιο!

Νίκησε την κρίση!

Η επιτυχία - είπαν ομόφωνα - έχει τη βάση στις θυσίες του λαού, που πιάνουν τόπο…

Δηλώσεις παράλογες. Από ανεύθυνους πολιτικούς, που διαρκώς ψεύδονται.

Η πραγματικότητα είναι άλλη:

Δεν έχουμε δουλειά, υποφέρουμε. Δεν βλέπουμε πουθενά φως… Το παρόν και το μέλλον είναι σκοτεινό.

Για να μπούμε καλύτερα στο νόημα της λογικής των εξουσιαστών - υπηρετών του μεγάλου κεφαλαίου, της ολιγαρκείας, την παραπάνω φράση τους, τη χωρίζουμε σε δύο μέρη. Και ... το κάθε μέρος το αναλύουμε ξεχωριστά:

1 - «Οι θυσίες του λαού…» είναι το πρώτο μέρος:

Θυσία είναι η πράξη, η ενέργεια, που αναλαμβάνει οποιοσδήποτε συνειδητά, όταν βλέπει μια συγκεκριμένη, δύσκολη κατάσταση, που πρέπει ν' αντιμετωπιστεί.

Να ξεπεραστεί για όφελός του και το κοινό.

Το φορομπηχτικό σύστημα, δεν το πήγε ο λαός στη Βουλή κι ούτε ο ίδιος το υπερψήφισε.

Δεν πληρώνει με δική του θέληση το χαράτσι, κι όλα τ’ άλλα σπασμένα από τους απατεώνες σύγχρονους πολιτικούς.

Αλλά δια της βίας.

Αν δεν πληρώσεις τις «υποχρεώσεις» σου, σου ρίχνουν τις αλυσίδες. Σε οδηγούν στη φυλακή…

2 - «…πιάνουν τόπο», είναι το δεύτερο μέρος της αδιανόητης έκφρασης.

Πιάνουν τόπο οι «θυσίες» δειλεί ότι αλλάζει η κατάσταση προς το καλύτερο. Οι νέοι πιάνουν δουλειά, τα σχολεία λειτουργούν κανονικά, τα νοικοκυριά πορεύονται καλύτερα, η φορολογία μειώνεται αισθητά…

Η κρίση εξαφανίζεται…

Απ’ όλα αυτά τίποτε δεν γίνεται.

Τζίφος πάνε «οι θυσίες του λαού», τζίφος και η ελπίδα ότι «πιάνουν τόπο!»


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
15/11/2014     

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...