Χωρίς να τον ξέρω καν, μόνο απ’ τ’ ακούσματα, παλεύω να
στήσω μέσα μου, όσο πιο πιστά, το πορτρέτο του Νάτση Κουμανέλη.
Του φοράω ποτούρια και ρίχνω την άσπρη φουστανέλα από πάνω
τους.
Του φοράω μάλλινα τσουράπια, μαύρη χοντρή φανέλα…
Δουλεμένη στον αργαλειό. Όχι πλεγμένη στο χέρι.
Του φοράω κάτασπρο πουκάμισο, τσόχινα μανίκια…
Οι παρήλικες της Σωτήρας φέρνουν πιο εύκολα στο νου το
Νάτση, επειδή φορούσε χειμώνα - καλοκαίρι την παραδοσιακή ενδυμασία…
Είναι ο τελευταίος μεταφορέας ξυλείας, που έβαλε
μπροστά του το πολύ έξι ή εφτά μουλάρια.
Όχι περισσότερα!
Λέει η Έλλη Λούκα:
- 14 μουλάρια είχε ο παππούς μου. Ο πατέρας μου, ο θείος μου,
ο αδελφός μου… την δουλειά του παππού και του Νάτση Κουμανέλη, έκαναν μια ζωή κι
αυτοί, -
Νίκο, Ρούση, Γιώτη, Κουμανέλη, είναι τα βασικά επώνυμα
οικογενειών, που ασχολήθηκαν μόνιμα, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, με τη μεταφορά
ξυλείας.
Σχεδόν το κάθε σπίτι στη Σωτήρα, κρατούσε πεταλωμένο μουλάρι,
για ν’ αντιμετώπιζε καθημερινά τις διάφορες μεταφορές.
Ο Γιώτης, ο σύζυγος της Έλλης, μας περιγράφει, μόνο με μια
έκφραση, το μεγαλύτερο καραβάνι:
- ... Το πρώτο μουλάρι του καρβανιού ήτανε στη στροφή της Κακαβιάς
φορτωμένο με ξυλεία όταν το τελευταίο φόρτωνε στη Σωτήρα...
Οι εργάτες έκοβαν την ξυλεία πάνω στο δάσος κι οι μουλαράδες
τα κουβαλούσαν.
Ήταν οργανωμένα τα μέτωπα εργασίας, προσεκτικά μοιρασμένη η
δουλειά.
Σχεδόν όλα τα σπίτια της Δρόπολης, του Πωγωνιού, της
Κόνιτσας, της Βοβούσας… ήταν σκεπασμένα με την ξυλεία της Σωτήρας.
Είχαν «καπέλο» Σωτηριώτικο…
Το χειμώνα, όταν η οικοδομή νέκρωνε και δεν υπήρχε δουλειά, τα
μουλάρια οι αγωγιάτες τα ξεχείμαζαν στα Ξαμίλια και στον Τσαμαντά.
Σε ζεστά μέρη.
… Τότε την ψυχή της Σωτήρας με ψωμί, την κράτησε το χρήμα του
μετανάστη, αλλά και η μεταφορά και πώληση ξυλείας απ’ όσους έμεναν στο χωριό.
Λένε ότι το Νάτση Κουμανέλη, όταν απεβίωσε, τον εντιαφίασαν με το κάτασπρο πουκάμισο, τα τσόχινα μανίκια και την φουστανέλα.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
14/11/2014
(Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Παύλου ΛΟΥΚΑ)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου