Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΙΔΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΣΙΓΓΑΝΟΥΣ

(Από το αδημοσίευτο βιβλίο «Τρικλοποδιές»

Στημένη είναι η τέντα. Το τσαντίρι τους. Κάπου εκεί, στο πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» στους Αγίους Αναργύρους.

Τσούρμο τσιγγάνων κατάκλυσε το χώρο αυτό.

Όλοι είναι στα χάη τους. Ζουν την ατέλειωτη χαρά…! Μετά την  τράμπα σαν να έπιασαν λεφτά με το τσουβάλι.

Οι διοργανωτές ετοιμάζουν ανοικτή σύναξη κάτω από τσαντίρι.

Κάτι καλό πάει να γίνει…

Οι τσιγγάνοι, φορεμένοι στα γιορτινά, γεμάτοι χαμόγελο. Συνεννοούνται ήρεμα στη γλώσσα τους και στα ελληνικά.

«Τι είμαστε εμείς; - λένε. - Αλβανοί που ήρθαν χθες και δεν προσανατολίζονται  εύκολα;

Εμείς είμαστε ντόπιοι κάτοικοι…!

Μας πέρασαν οι Αλβανοί, όμως, στον τρόπο διοργάνωσης. Διατυμπανίζεται ότι θα ιδρύσουν κόμμα.

Συσπειρώνονται, για ν’ αντιμετωπίσουν τη ρεμούλα τους. Θα ενώσουν τη φωνή, για να την απευθύνουν σ’ αποδέκτη…».

Οι τσιγγάνοι, όπως μας λένε, επιχειρούν  ν’ αναδείξουν τον πρόεδρο της «Βουλής» τους.

Προτού, φαίνεται, είχαν προηγηθεί εκλογές: Σε κάθε συνοικία, σε κάθε σόι, σε κάθε τσαντίρι. Κι έχουν αναδειχθεί οι εκπρόσωποι.

Κι ακολούθησε, μετά, η μεγάλη σύναξη, για ανάδειξη προέδρου. Για να έχουν κι οι τσιγγάνοι λόγο, θέση στην κοινωνία αυτή. Να απαιτούν.

Αυτά πιάνει το αυτί μας κι ο νους στριφογυρίζει.

Πάει στα δικά μας προβλήματα. Στα δικά μας πρόσωπα. Στις δικές μας κατσιποδιές. Κι απορούμε με την ασυνεννοησία. Τις ασυνάρτητες συμπεριφορές. Τον εγωισμό και το νταϊλίκι:

Χωρίς να έχουμε καν  φωνή, απαιτούμε σαν Βορειοηπειρώτες, ν’ ακουστούμε δυνατά.

Με τα μυαλά που κουβαλούμε, συνέχεια φόλα θα τρώμε. Θα μένουμε χιλιόμετρα πίσω από Αλβανούς, Βούλγαρους, Ρουμάνους... Ακόμα κι από Πακιστανούς. 

Όλοι συσπειρώνονται, κάθονται μαζί. Εμείς σκόρπιοι σαν τ’ άχυρο στ’ αλώνι. Σαν τα παιδιά του λαγού.

Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τους τσιγγάνους, διαπιστώνουμε ότι δεν συγκρινόμαστε ούτε μ’ αυτούς.

Με την πράξη τους, την πείρα τους, ακόμα και  οι τσιγγάνοι μας διδάσκουν.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
20/10/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...