Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΕ ΒΡΑΣΗ ΧΤΥΠΙΕΤΑΙ ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ

Αρκετός κόσμος, δεν μπορεί κι ούτε πρόκειται να αντιληφθεί πόσο επικίνδυνο και θλιβερό ήταν το μεσονύκτιο επεισόδιο στη Δερβιτσάνη.

(Μετρήθηκε από τους άξεστους χούλιγκαν, ζόρκους εθνικιστές ξανά ο σφυγμός του αμυντικού χωριού - οχυρό, για να δει, αν το γονατίζει.

Με απώτερο στόχο, να ρίξει, κατά τ' άδεια μυαλά, μετά βήματα παραπέρα…)   

Δηλώνω, ως αυτόπτης μάρτυρας υπεύθυνα, για να διανοηθεί σωστά κανείς τις πραγματικές διαστάσεις του εθνικιστικού φαινόμενου:

Στο παρά πέντε θα θρηνούσαμε θύματα, αν η φάλαγγα των 100 αυτοκινήτων, θα είχε την δυνατότητα να μπει, τη σκοτεινή νύχτα εκείνη, στο χωριό.

Σίγουρα…, θα είχαμε αναπόφευκτο μακελειό…

Θα σκοτώνονταν άδικα νέα παιδιά - ανεξαρτήτως που θ’ ανήκαν - στη μια ή στην άλλη πλευρά - και θα έκλαιγαν μανάδες…

Γιατί τα αίματα είχαν ανάψει τόσο πολύ, που ούτε μ’ αλυσίδες δεμένος, δεν κρατούνταν εύκολα κανένας.

Αφού οι χυδαίες προκλήσεις, που γινόταν απ’ την απέναντι όχθη:

Με μάνα, αδελφή κι ότι κρατάει το σπίτι σου, μέσα στο σπίτι σου, ξεπερνούσαν τα όρια…

Μάντης κανείς δεν είναι, για να πούμε πώς και γιατί δεν παρευρέθηκαν εκείνο το βράδυ βασικά μας στελέχη, Βουλευτές και Φαρισαίοι, όπως συνηθίζω να τους αποκαλώ.

Παρόλο, που από μέρες νωρίτερα ακουγόταν οι παλιές διαφορές ανάμεσα Αλβανίας και Σερβίας, ξυνόταν η παλιά πληγή κι ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος της αναζωπύρωσης της φωτιάς.

Συγκεκριμένα της εθνικιστικές έξαρσης. 

Ο πεπειραμένος πολιτικός, μ’ ανεπτυγμένη πολιτική όσφρηση, με πόνο και ανησυχία για την τύχη του τόπου του, προβλέπει σωστά και κάνει καρτέρι…

Καθυστερημένα προέβηκαν σε δήλωση τα επίσημα χείλη του τόπου μας για τα έκτροπα στη Δερβιτσάνη.

Το σίδερο στ’ αμόνι, χτυπιέται σε βράση, ζεστό. Κρύο δεν επεξεργάζεται. Δεν του δίνεις εύκολα, με τίποτε, την απαιτούμενη μορφή.

Ασφαλώς, αν είχαμε θύματα, θα μιλούσαν την ίδια ώρα κι απανωτά. Με την ξύλινη γλώσσα, της ανελέητης ντροπής.

Τι τάχα;

Νομίζουν ότι η σιωπή τάφου, σε τέτοιες οξυμένες καταστάσεις, μας ωφελεί…;! 

Γι’ αυτούς και την καρέκλα τους, η βουβαμάρα να είναι καλή. Για τον τόπο, όμως, είναι απαράδεκτη, αδιανόητη.

Είναι καταστροφή.

Είναι αδράνεια, παράλογη στάση, που παροτρύνει την αλητεία. Για να κάνει ανενόχλητη στα χωριά μας τα ίδια της συχωρεμένης ξανά και ξανά.

Διαπιστώνεις και το αδιανόητο μέσα στην ταραχή. Ηγετικό στέλεχος, αντί να είναι μάτι και αυτί, να ενώνει τον κόσμο, αποκλείει ελεύθερες φωνές, που εκφράζουν ανεπιφύλακτα την ανησυχία:

«Πείτε, παρακαλώ, στην αστυνομία, να συλλάβει πέντε ξεροκέφαλους εθνικιστές, που ουρλιάζουν σαν άγρια θεριά και προσπαθούν να ρίξουν τη «γέφυρα»;!.

Και ν’ ακούς τα παράλογα: «Ποιος είσαι εσύ ρε, που μιλάς…!» Σαν να μην είναι ο συνομιλητής δικός του άνθρωπος, συγχωριανός, κάποτε στήριγμα, για ν’ ανέβει ψηλά…

Αυτόν τον αυταρχισμό, δυστυχώς, τον καλλιέργησε χρόνια τώρα η ανύπαρκτη εθνική οργάνωση - φλου, των συμφεροντολόγων, που κρύβονται τώρα πια πίσω απ' το πουθενά.

Απόλυτο δίκιο έχει ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στ’ Αργυρόκαστρο, Νίκος Κοτροκόης, που παραπονιέται:

«Οφείλουν κάποιοι να με ειδοποιούν - αυτοί που έχουν τουλάχιστον θεσμικό ρόλο ή εκπροσωπούν επίσημα τις τοπικές Αρχές και την Ομογένεια. Δεν συνέβη… κάτι τέτοιο και τις περισσότερες φορές πληροφορούμαι τα προβλήματα τυχαία μέσω διαδικτύου…».

Ο οποίος την επόμενη προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας, μετά τον Έλληνα Πρέσβη στα Τίρανα, προς τις αρμόδιες Αλβανικές Αρχές.  

Τολμώ και του ζητάω προσωπικά, δημοσίως συγνώμη!

Γιατί αλάνθαστος δεν είναι κανείς…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/10/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...