Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙΣ / ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ…»

(Μίνι συνέντευξη με την υπέροχη Μάνα μου).

Η γριά Μάνα μου περιπατάει στον αυλόγυρο του σπιτιού μας από το πρωί, σκουπίζει και σιγοτραγουδάει. 

Ξέρει πολλά τραγούδια.

Ένα αφήνει, άλλο πιάνει.

Τα περισσότερα τραγούδια είναι ερωτικά:

«Ως πότε αχ, ως πότε βαχ,
ως πότε Κασαβέτι,
ως πότε θα με τυραννάς,
για το δικό σου ντέρτι…»

…Ξεχνάει τη συνέχεια … και ρίχνει τη χαριτωμένη σπόνδα:

«Η δόλια, τα ‘χασα καντάρια…Πίκα, λέγω, που τραγουδάμε ως τα γεράματα. Να μας κόψει τις μέρες…, δεν θα μας τις κόψει καμιά φορά … ;!».

Και προχωράει προς το  μαγειρείο να φροντίσει το τηγάνι με τις κουφιστές τηγανίτες, που τις ετοιμάζει στη σιγμή …

- Συνέχεια τραγουδάς; - της λέω.

- Δεν τραγουδάει μόνο από καλό. Κι απ’ το κακό του τραγουδάει πολλές φορές ο άνθρωπος.

Σήμερα έμαθα κι αυτό... ότι ο άνθρωπος, δεν τραγουδάει μόνο από καλό.

Μου άνοιξε τον ορίζοντα, να της απευθύνω κι άλλα ερωτήματα:

- Γλυκιά μου Μάνα, τι είναι ο κόσμος, πώς τον κρίνεις:

- …Να σου πω, απ' όσα έχω καταλάβει εγώ. Ο κόσμος, γιε μου, είναι για να μην ρημάξει ο τόπος. Να κατοικηθεί η γη. Είναι κακός ο κόσμος. Δεν έχει αφαλό. Είναι ο πάτος του καζανιού.

Πώς να τον σεβαστείς, αφού αυτός δεν σέβεται τον εαυτό του…;!

 - Μα η παντρειά τι είναι; Μου εξηγείς;

- Ένα δεμένο σακί, που το λύνεις, βουτάς το χέρι βαθιά και παίρνεις …, ότι σου τύχει. - Ποτέ δεν ξέρεις τι παίρνεις - Στη ζωή, μετά, κρατάει δεμένο το ζευγάρι η υπομονή …

… Και απομακρύνεται η Μανούλα μου ... Πάει να περάσει μια σκούπα στο δωμάτιο της. Με το τραγούδι στο στόμα:

«Τι σου κάνω και με βρίζεις,
και το λες της μάνας σου,
το βασιλικό γυρεύω,
για την ομορφάδα σου…»

(Από "Το βιβλίο της Μάνας μου")


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
07/08/2014


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...