Σήμερα τ’ απόγευμα γυρίζω από την πιάτσα του χωριού για το
σπίτι και βρίσκω τη σιδερένια εξώπορτα κλειστή.
Η γριά μάνα μου δεν έχει ρίξει το κλειδί.
Την έχει δέσει προσωρινά - ψεύτικα - μόνο μ’ ένα κίτρινο ηλεκτρικό κοντό
καλώδιο.
Μ’ αυτή την πράξη λέει σε οποιονδήποτε επισκέπτη:
«Είμαι κάπου
‘δω γύρω κι επιστρέφω!».
- Την ψάχνω και τη βρίσκω να κάνει παρέα στη γειτονιά. Μόλις
με βλέπει, σηκώνεται κι έρχεται μαζί
μου.
Της λέω, καθώς περπατάμε πλάι - πλάι στο σοκάκι για το σπίτι:
«Καλή μου μάνα εξήγησε μου, τι είναι αυτό το κλείσιμο της εξώπορτας που κάνεις;».
Γυρίζει και μου απαντάει καλοσυνάτα:
- Με νταμπάρο την εξώπορτα, μου μπαίνουν ευθεία στην αυλή.
Κι αφού θα χτυπήσουν την αλουμινένια πόρτα και δεν θ’ ακουστεί λαλιά, θα με νομίσουν
νεκρή...
Και τότε θα μου ξεχαρβαλιάσουνε τις πόρτες…
Διαρκώς μου μιλάει τόσο άνετα η γριά μάνα μου για το θάνατο…
Σαν να μου μιλάει για τη ζωή.
Γιατί έχει κουραστεί πια…
Παρά πολύ…
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
05/08/2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου