Δεκαπέντε όλα - όλα. Ούτε στίχος παραπάνω.
Το καθένα γραμμένο με πολύ πάθος, με πολύ έμπνευση, όποτε τον έπιανε η κλάρα, η λόξα του ποιητή.
Μόλις του έλειψε ο κόσμος, είδε ν’ αδειάζει το χωριό, άδειασε και η ψυχή του μπαρμπα - Κώτσιου.
Αγχώθηκε, μελαγχόλησε πολύ κι όλη την πίκρα της ψυχής του την
έριξε στο χαρτί, σε στίχους:
Αχ, πώς αλλάξανε οι καιροί, πώς άλλαξαν τα χρόνια,
να ζουν γερόντια μοναχά, χωρίς παιδιά κι αγγόνια.
Να ξεριζώνονται χωριά, να κλείνουν τα σχολεία,
να κλαίνε οι δρόμοι για παιδιά, να κλαίνε τα θρανία!
Πώς ήρθαν τέτοιοι οι καιροί, πώς ήρθαν τέτοια χρόνια,
να χάνονται σιγά - σιγά, τραγούδια και ζακόνια!
Έλαχε να πάμε σπίτι του. Τον βρήκαμε καθισμένο στη βεράντα, κάτω από την κληματαριά. Ήταν σκεφτικός. Βιάστηκε να μας πει ότι γράφει ποιήματα.
Μας απάγγειλε κιόλας λίγους στίχους. Έτσι όπως τους θυμούνταν:
Με πήρε ο πόνος κι ο καημός, να δω τη γειτονιά μου
κι ήρθα τη βρήκα έρημη, μου ράγισε η καρδιά μου.
Τη βρήκα μόνη κι ορφανή, μου θόλωσαν τα μάτια
και μια φωνή μου φώναξε: Πού πας, εδώ σταμάτα!
Σε τούτη εδώ τη γειτονιά, σε τούτη εδώ τη ρούγα,
εσύ εδώ μεγάλωσες, εδώ είπες τραγούδια.
Σαν νέος στιχουργός στα βαθιά γηρατειά του, μου έριξε μια ντροπαλή ματιά, για να μετρήσει τον παλμό. Να δει τι τρέχει τάχα με την πένα του, τη φλέβα του. Με το συλλογισμό του…
Με πήρε ο πόνος κι ο καημός, να δω τη γειτονιά μου
κι ήρθα τη βρήκα έρημη, μου ράγισε η καρδιά μου.
Τη βρήκα μόνη κι ορφανή, μου θόλωσαν τα μάτια
και μια φωνή μου φώναξε: Πού πας, εδώ σταμάτα!
Σε τούτη εδώ τη γειτονιά, σε τούτη εδώ τη ρούγα,
εσύ εδώ μεγάλωσες, εδώ είπες τραγούδια.
Σαν νέος στιχουργός στα βαθιά γηρατειά του, μου έριξε μια ντροπαλή ματιά, για να μετρήσει τον παλμό. Να δει τι τρέχει τάχα με την πένα του, τη φλέβα του. Με το συλλογισμό του…
Μόλις του εξέφρασα τον θαυμασμό μου, φτερούγισε από χαρά
μικρού παιδιού.
Τόσο όμορφα ένιωσε…
Με «παρατάει» για λίγο, μπαίνει μέσα στην κρεβατοκάμαρά του και βγαίνει από κει μ’ ένα κασετόφωνο στο χέρι:
-Να το βάλω στην πρίζα ν’ ακούσουμε μαζί τα τραγούδια μου; - λέει.
-Αλίμονο - μπαρμπα - Κώτσιο! Θα χαρώ πολύ!
Ακούω προσεκτικά την γοητευτική φωνή του, που κρύβει μέσα έντονο τοπικιστικό χρωματισμό:
Τι να ‘χουν τάχα τα βουνά, που γέμισαν σκοτάδι,
στα κυπαρίσσια οι κορφές, γιατί λυγίσαν τάχα;!
Οι πέρδικες και τα πουλιά, γιατί δεν ροβολάνε,
στα σιάδια για να παίξουνε, στις βρύσες να λουστούνε;!
Τι να ‘ναι τούτη η καταχνιά, που τα σκεπάζει όλα,
βουνά και κάμπους και χωριά και όλα τα ποτάμια…;!
Γραμμένα τα ποιήματα όπως κι όπου του 'ρχονταν η έμπνευση. Σε πακέτο τσιγάρων, σε κομματάκια χαρτί…, που κρατούσε συχνά κάτω απ’ το μαξιλάρι του.
Όλα μιλάν για εγκατάλειψη, για έναν τόπο που χάνεται, που
πεθαίνει. Μα... κάπου συναντάς και την έκκληση για επαναπατρισμό, «…παρόλο που ο
μπαρμπα - Κώτσιος το ‘ξερε καλά ότι…, άμα ξεριζωθείς από τον τόπο σου, δύσκολα
ξαναγυρίζεις...
Το ‘χε μάθει το σκληρό αυτό μάθημα από την πρώτη ξενιτιά».
Μου αρέσουν οι στίχοι του. Μου μοιάζουν με όμορφα τριαντάφυλλα που μοσχομυρίζουν...
Του είπα, τότε, να συγκεντρώσει τους στίχους του, να τους
κάνει ποιητική συλλογή.
Τον είδα που τ' άρεσε η συμβουλή.
Όμως, δεν πρόλαβε ο μπαρμπα - Κώτσιος, γιατί έφυγε…
Αργότερα ο γιος του, ο Θανάσης, μάζεψε όλα τα ποιήματα κι έφτιαξε μ’ αυτά ανθοδέσμη. Την έδεσε κιόλας με όμορφη κορδέλα - περιδέραιο:
«Πώς αλλάξαν οι καιροί».
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
12/08/2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου