Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Δοκίμιο)

Λίγα είναι τα ποιήματα του Κώτσιου Σούτζιου από την Καλογοραντζή. 

Δεκαπέντε όλα - όλα. Ούτε στίχος παραπάνω. 


Το καθένα γραμμένο με πολύ πάθος, με πολύ έμπνευση, όποτε τον έπιανε η κλάρα, η λόξα του ποιητή. 

Μόλις του έλειψε ο κόσμος, είδε ν’ αδειάζει το χωριό, άδειασε και η ψυχή του μπαρμπα - Κώτσιου.

Αγχώθηκε, μελαγχόλησε πολύ κι όλη την πίκρα της ψυχής του την έριξε στο χαρτί, σε στίχους:

Αχ, πώς αλλάξανε οι καιροί, πώς άλλαξαν τα χρόνια,
να ζουν γερόντια μοναχά, χωρίς παιδιά κι αγγόνια.

Να ξεριζώνονται χωριά, να κλείνουν τα σχολεία,
να κλαίνε οι δρόμοι για παιδιά, να κλαίνε τα θρανία!

Πώς ήρθαν τέτοιοι οι καιροί, πώς ήρθαν τέτοια χρόνια,
να χάνονται σιγά - σιγά, τραγούδια και ζακόνια!

Έλαχε να πάμε σπίτι του. Τον βρήκαμε καθισμένο στη βεράντα, κάτω από την κληματαριά. Ήταν σκεφτικός. Βιάστηκε να μας πει ότι γράφει ποιήματα.

Μας απάγγειλε κιόλας λίγους στίχους. Έτσι όπως τους θυμούνταν:

Με πήρε ο πόνος κι ο καημός, να δω τη γειτονιά μου
κι ήρθα τη βρήκα έρημη, μου ράγισε η καρδιά μου.

Τη βρήκα μόνη κι ορφανή, μου θόλωσαν τα μάτια
και μια φωνή μου φώναξε: Πού πας, εδώ σταμάτα!

Σε τούτη εδώ τη γειτονιά, σε τούτη εδώ τη ρούγα,
εσύ εδώ μεγάλωσες, εδώ είπες τραγούδια.

Σαν νέος στιχουργός στα βαθιά γηρατειά του, μου έριξε μια ντροπαλή ματιά, για να μετρήσει τον παλμό. Να δει τι τρέχει τάχα με την πένα του, τη φλέβα του. Με το συλλογισμό του…

Μόλις του εξέφρασα τον θαυμασμό μου, φτερούγισε από χαρά μικρού παιδιού.

Τόσο όμορφα ένιωσε…
 
Με «παρατάει» για λίγο, μπαίνει μέσα στην κρεβατοκάμαρά του και βγαίνει από κει μ’ ένα κασετόφωνο στο χέρι:

-Να το βάλω στην πρίζα ν’ ακούσουμε μαζί τα τραγούδια μου; - λέει.

-Αλίμονο - μπαρμπα - Κώτσιο! Θα χαρώ πολύ!

Ακούω  προσεκτικά την γοητευτική φωνή του, που κρύβει μέσα έντονο τοπικιστικό χρωματισμό:

Τι να ‘χουν τάχα τα βουνά, που γέμισαν σκοτάδι,
στα κυπαρίσσια οι κορφές, γιατί λυγίσαν τάχα;!

Οι πέρδικες και τα πουλιά, γιατί δεν ροβολάνε,
στα σιάδια για να παίξουνε, στις βρύσες να λουστούνε;!

Τι να ‘ναι τούτη η καταχνιά, που τα σκεπάζει όλα,
βουνά και κάμπους και χωριά και όλα τα ποτάμια…;!

Γραμμένα τα ποιήματα όπως κι όπου του 'ρχονταν η έμπνευση. Σε πακέτο τσιγάρων, σε κομματάκια χαρτί…, που κρατούσε συχνά κάτω απ’ το μαξιλάρι του.

Όλα μιλάν για εγκατάλειψη, για έναν τόπο που χάνεται, που πεθαίνει. Μα... κάπου συναντάς και την έκκληση για επαναπατρισμό, «…παρόλο που ο μπαρμπα - Κώτσιος το ‘ξερε καλά ότι…, άμα ξεριζωθείς από τον τόπο σου, δύσκολα ξαναγυρίζεις...

Το ‘χε μάθει το σκληρό αυτό μάθημα από την πρώτη ξενιτιά». 

Μου αρέσουν οι στίχοι του. Μου μοιάζουν με όμορφα τριαντάφυλλα που μοσχομυρίζουν...

Του είπα, τότε, να συγκεντρώσει τους στίχους του, να τους κάνει ποιητική συλλογή. 

Τον είδα που τ' άρεσε η συμβουλή.

Όμως, δεν πρόλαβε ο μπαρμπα - Κώτσιος, γιατί έφυγε…
 
Αργότερα ο γιος του, ο Θανάσης, μάζεψε όλα τα ποιήματα κι έφτιαξε μ’ αυτά ανθοδέσμη. Την έδεσε κιόλας με όμορφη κορδέλα - περιδέραιο:

«Πώς αλλάξαν οι καιροί».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

12/08/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...