Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΑΣ ΘΕΛΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΚΕΦΑΛΙ

Περίεργη η συνάντηση με τον Αλέξανδρο Μπάμπη, από την Παλάσσα της Χιμάρας.

Πέσαμε πάνω στην περίπτωση.

Σ' ένα μείγμα:

Από ζωγράφο, γλύπτη, πεζογράφο, ποιητή, κριτικό, αισθητικό και… βάλε. 

Σου λέει ο Αλέξανδρος:

- Άμα γράφεις, μπορείς και να ζωγραφίσεις, και να τραγουδήσεις, και να λογοκρίνεις… Έχεις το δαιμόνιο μέσα σου… Απλά, στη ζωή σου, επέλεξες να ασχοληθείς μόνο μ’ ένα πράγμα… Για να το κάνεις καλύτερα.

Αφού τον βρίσκεις πολυάσχολο, πολυτεχνίτη τον Αλέξανδρο, νομίζεις ότι όλα σ' αυτόν θα τα βρεις μισά.

Όμως, δεν είναι έτσι.

Σε πίνακα, σε προτομή, σε διήγημα, σε άποψη για ένα καλλιτέχνημα…, πέφτεις πάνω σε υψηλή ποιοτικά.

Και… μένεις… άφωνος. 

Είναι βαθύς σ' ό,τι λέει, σ' ό,τι κάνει.

Ένα παράδειγμα:

Δείτε προσεχτικά, στην εικόνα το γλυπτό του Αλέξανδρου, που φέρει τον τίτλο: «Να περπατάς χωρίς κεφάλι».

Παρουσιάζει τον σημερινό μας άνθρωπο με κομμένο το κεφάλι. Έβαλε το κεφάλι του χάμω και το χτυπάει με την μαγκούρα. Το κλωτσάει με το πόδι του.

Η ιδέα είναι:

Το σημερινό καθεστώς τον άνθρωπο, δηλαδή εμάς, όλους μας, μας θέλει χωρίς κεφάλι.

Χωρίς σκέψη.

Τούτη τη στιγμή, που έχουμε περισσότερο ανάγκη από την ποιότητα της σκέψης.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
26/11/2013


(Οι φωτογραφία είναι από το προσωπικό μου αρχείο).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...