Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

(Υπερευαισθησία προς τους τετράποδους φίλους)

Μου παρέσυραν αρκετές φορές την προσοχή οι ζωόφιλοι.

Με την υπερευαισθησία τους για τα ζώα, αλλά ξεχωριστά για τους σκύλους.

Θα σας αφηγηθώ ένα περιστατικό, που λέει ωμά, γιατί ορισμένοι άνθρωποι στρέφουν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους περισσότερο προς τα ζώα…

Μόλις μπήκα στην Ελλάδα, έπιασα δουλειά σε οικοδομή. Όπου έβγαινε ψωμί.

Η πένα μου, προσωρινά, μετατράπηκε σε σφυρί, μυστρί  και φτυάρι.

Ανακαινίζαμε, μαζί και μ’ άλλους οικοδόμους, μια παραδοσιακή τεράστια βίλα στο Κεφαλάρι. Τα λεφτά του αφεντικού με ουρά.

Ζούσε ονειρεμένα, μέσα σ’ όλα τα καλά του κόσμου, ο Γιώργος Δημητριάδης.

Είχε σπίτι στο Μάτι, εξοχικό στη Σίφνο, μετοχές στο Βωβό, επιχείρηση για πώληση ακριβών αυτοκινήτων στη Λάρισα. Ενοικίαζε σπίτια από ‘δω, μαγαζιά από ‘κει, ξενοδοχειακούς χώρους παρέκει…

…Κι όμως, ήταν τόσο σεμνός, που δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους.

Μια απ’ όλες τις μέρες, μετά τη δουλειά, του τη δίνει, δεν ξέρω γιατί, να γευματίσει μαζί με μένα, τον εργάτη του.

Δίπλα μας, στο χώρο της οικοδομής, δύο τρεις σκύλοι… με αξεκόλλητο το βλέμμα από πάνω μας…

Η Λίζα, ήταν η αδυναμία του αφεντικού. Δεν κατέβαζε μπουκιά ο Δημητριάδης κάτω, χωρίς να την ταΐσει.

- Τους αγαπάω τους σκύλους - μου λέει. - Τους πονώ. - Έχω μπόλικους: Πέντε στο Μάτι, τρις στη Σίφνο, τρις εδώ… Μαγειρεύουμε γι’ αυτούς ξεχωριστά …

Έχουν την κατσαρόλα τους…

- Μα…χαλάτε πολλά λεφτά για τους σκύλους, κύριε Γιώργο - μου διέφυγε το ερώτημα από τη μεγάλη περιέργεια. Χωρίς καν να το αντιληφθώ.

Την ίδια στιγμή, είχα δαγκώσει κιόλας τη γλώσσα μου…

-  Ναι, αρκετά... Χαλάλι τους, όμως.

- Τι χαλάλι, ρε άνθρωπε του Θεού - είπα θυμωμένος μέσα μου. - Εδώ ο κόσμος πεθαίνει από την πείνα κι εσύ θρέφεις σκύλους;!

Το εσωτερικό ερώτημα, μέχρι να βγει από το στόμα μου, το είχα φτιασιδώσει αρκετά.

Του λέω:

- Κάνετε έξοδα βασιλικά για τους σκύλους. Αν τα δίνατε τα λεφτά αυτά σε μια φτωχή οικογένεια, θα σας τ’ αναγνώριζε κιόλας;!

Το καθαρό πρόσωπο γυρίζει ολόκληρο από μένα, μου ρίχνει καλοσυνάτο βλέμμα και μου λέει:

- Κοίτα τι θα συμβεί τώρα, Γιώργο!

Η έντονη περιέργεια, με μετέτρεψε ολόκληρο σ’ αυτιά και μάτια…

Φωνάζει αμέσως στ’ όνομα τη Λίζα, που ήταν στον αυλόγυρο.  Σαν κεραυνός ο σκύλος ήρθε μέσα. Κρατούσε δαγκωμένο ένα τριαντάφυλλο. Ανεβαίνει στα πόδια του αφεντικού, αφήνει το τριαντάφυλλο πάνω στο χέρι του κι όλο χαρά κουνάει η Λίζα την ουρά της.

- Κοίτα τι χαρές, τι αγάπες - μου λέει τ' αφεντικό - . Είναι να μην την αγαπάς, μετά, τη Λίζα;! Να μην την φροντίζεις;!

Τη Λίζα την ταΐζεις και στ’ αναγνωρίζει. Σου γλείφει το χέρι.

Με τις επιχειρηματικές μου δραστηριότητες, σ’ όλη μου τη ζωή, έδωσα δουλειά, ψωμί, σε κόσμο και κοσμάκη. Αλλά, δυστυχώς, κανένας δεν μου το ξέρει. Ένα τηλεφώνημα σε σημαντικές γιορτές, δεν ρίχνει κανείς. Αυτή την πράξη πώς την κρίνεις;!

- Αχαριστία, τη λέγω εγώ.

- Εσύ όπως γουστάρεις πες τη. Εγώ τη λέω απανθρωπιά. Είναι σκληρός, αδίστακτος ο κόσμος.

Κι όμως, εγώ επιμένω στο παλιό βιολί μου:

"Να φροντίζουμε τα τετράποδα, μα περισσότερο να προσέχουμε τον συνάνθρωπό μας!".


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/07/2014

   




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...