Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΡΙΧΝΟΥΜΕ ΠΕΤΡΑ ΠΙΣΩ

Ξέρεις…!

Έχεις ιδέες μέσα σου. Όμως, χρειάζεσαι την αφορμή, για να τις εκτοξεύσεις.

Περιμένοντας μετά την αντίδραση του κόσμου.

Με άγγιξε σχόλιο του Φώτη Θανάση - κινούμαστε στην ίδια συχνότητα - απ’ το οποίο δανείζομαι αποσπάσματα, που κουβαλούν πόνο, ευθύνη και θυμό:

«Είμαι ένας απλός βορειοηπειρώτης, χωρίς ντουντούκες και φανφάρες. Όχι απαθής, όχι ουδέτερος. Παίζω πολιτικά, όχι πολιτικάντικα… Κάπου χάνουμε την ουσία… 1ΟΟ χρόνια τώρα δεν μπορέσαμε να γλιτώσουμε την Πατρίδα μας από μέσα, θα την γλυτώσουμε απ’ έξω;… Από Αθήνες, Λονδίνα, Παρίσια και Νιου Γιόρκες λέγονται πολλά. «Θα αγωνιστώ για τις συντάξεις των παππούδων», λέει ο ένας, για την «Αυτονομία», ο άλλος, «για τα λεωφορεία» ο παρά πέρας, «για τα σχολεία, τα νοσοκομεία» ο πιο κάτω, ο πιο πάνω. Ουφ…, έχουμε ζαλιστεί».

Όπως δείχνουν τα πράγματα, όλες οι πράξεις μας, είναι χαμένες ενέργειες.

Μας οδηγούν στο πουθενά.

Η ρηχή σκέψη υπερτερεί. Η μεστωμένη είναι ελλιπής.

Καιρό τώρα παρακολουθώ άτοπες πράξεις. Ως και παράλογες. Ενώ στενεύει - στα πάτρια εδάφη - διαρκώς το σύνορό μας από τις υφαρπαγές, τις αγοροπωλησίες, τις παρανομίες, τις σπρωξιές - κλωτσιές, τις αυθαιρεσίες, τις αδικίες…, εδώ στην Αθήνα ορισμένα άτομα πηγαίνουν και διαμαρτύρονται στην Αλβανική Πρεσβεία.

Δημοκρατική είναι η κίνηση. Αλλά το μεγάλο μας θέμα δεν λύνεται με φωνές και συνθήματα, με υπόμνημα που απευθύνεται σε Αλβανό διπλωμάτη. Που, αναμφισβήτητα, θα μεταφέρει το αίτημα στην Αλβανική Κυβέρνηση.

Όλες αυτές οι αδικίες, αφού γίνονται στον τόπο μας, πηγαίνεις εκεί, επιτόπου. Στο σπίτι σου, στο χωριό σου, στο οικόπεδο σου, στο χωράφι σου, στα δικαιώματά σου και τα διεκδικείς…

Όλα μαζί.

Όλοι μαζί.

Γιορτάσαμε τα 100χρονα της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου. Αλλά πού;

Ψάλαμε, κρατήσαμε λόγο, καταθέσαμε στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, φάγαμε, υψώσαμε περήφανα τη σημαία της Αυτονομίας στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και αλλού.

Στον τόπο της Αυτονομίας τίποτε απ’ όλα αυτά.

Μόνο λίγες «ντουφεκιές», για να μην πούμε σιωπή τάφου.

Εκεί ρίχτηκαν νύχτα, ή κατά τα ξημερώματα προκηρύξεις σε πλατείες, σε δρόμους... Σ’ ένα στενό σοκάκι του χωριού μου έσκυψα χάμω και πήρα στο χέρι μου το χαρτάκι.

Μετά από εξονυχιστικό αστυνομικό έλεγχο - πάρθηκαν μέχρι και δακτυλικά αποτυπώματα - έγιναν διάφορες συλλήψεις …

Βρήκε ο κόσμος το μπελά του.

Την αντίδραση έξω, την πληρώνει ο κόσμος μας μέσα.

Ο τόπος, η μικρή υπέροχη Πατρίδα μας, σώζεται από μέσα. Η μάχη δίνεται στο πεδίο μάχης.

Όλα είναι πολύ μακριά, άπιαστα πουλιά, ονειροπολήσεις - ακόμα και οι Βρυξέλλες του Βορειοηπειρώτη Ευρωβουλευτή - όταν ο τόπος αδειάζει.

Όταν η Αλβανία, θα είναι μέλος της ΕΕ κι η μπάρα της Κακαβιάς θα καταργηθεί, και το σύνορο θα είναι πια εικονικό, ο τόπος μας θα μείνει δικός μας, εάν θα ομιλιέται η  ελληνική.

Η κρίση δεν γίνεται ευκαιρία επιστροφής. Μας οδηγεί προς άλλα λιμάνια μακρινά.

Διαρκώς ρίχνουμε πέτρα πίσω.

Δυστυχώς.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
30/04/2014

    


     

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...