Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΕΣΠΕΡΝΑΝ

(Κοίτα τι μου θυμίζει μια φωτογραφία!)
Δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. - Αν σας πω θυμάμαι, θα σας γελάσω. - Τόσο μικρούλης ήμουνα. Θα πέρασε ο φωτογράφος έξω από την πόρτα κι οι γονείς μου τον πήραν μέσα στην αυλή. Να μας φωτογραφίσει. 

Έκοψε η μανούλα μας μολόχες, τριαντάφυλλα, αγιόκλημα, ροδοδάφνη…, κι έφτιαξε τρεις μικρές ανθοδέσμες. Και μας έδωσε από μια. Για να την κρατήσουμε στο χέρι. 

Εμένα, για να έφτανα το μπόι της αδερφής, με ανέβασαν πάνω σε καρέκλα. Με πλεχτό, ψάθινο κάθισμα. Αυτή και δύο - τρεις άλλες καρέκλες, ίδιας κοπής, τις θυμάμαι καλά. Ήταν βαλμένες στον οντά, δίπλα στο μιντέρι.

Το σπίτι ήταν χτισμένο ξερολίθι. Κι ασβεστωμένο με μεράκι. Η αυλή στρωμένη όπως - όπως, με μεγάλες πέτρινες πλάκες. Όχι όλη η αυλή. Μόνο ένα κομμάτι. Την υπόλοιπη, ο πατέρας μου την πλάκωσε με περίσσευμα μπετό από τις μυλόπετρες που έφτιαχνε στο σοκάκι. 

Στη μέση της αυλής ήταν η συκαμιά. Έκανε άσπρα νόστιμα συκάμια. Έτρωγες του σκασμού και δεν χόρταινες. Στον κορμό της, αργότερα, όταν πήγα στο σκολειό, ακουμπούσα κι έγραφα τα καθήκοντα. Καθισμένος σε σκαμνί. 

Η εξώπορτα ήταν πολύ μεγάλη. Τεράστια. Όπως και πολλές άλλες στο χωριό. Για να χωρούσαν το φορτίο με ζαερέ. Για την αγελάδα και τα γιδοπρόβατα. - Τα σπίτια αυτά πριν ήταν καλύβια. - Με τον αδερφό μου την εξώπορτα την είχαμε τέρμα. Γινόταν χαμός, φασαρία μεγάλη, στο παιχνίδι με το λαστιχένιο τόπι. 

Ό,τι ζημιές ή ζαβολιές έκαναν τ’ αδέρφια μου, τις μαρτυρούσα στη μαμά μου. Και τις τρώγανε ανάποδες. Ενώ εμένα με 'σφιγγε στην αγκαλιά της και με χάιδευε γλυκά. 

Δεν έκανα καλά. Αυτό το κατάλαβα από την αδερφή μου, που μου μαύριζε τον πισινό στο τσίμπημα και δεν με έπαιρνε πια μαζί της. 

Όσο έβγαζα το μυστικό μικρός, τόσο δεν έβγαζα μιλιά. Το ‘θαβα βαθιά όταν μεγάλωσα.

Με αποκαλούσαν "σγουρομάλλη". Κι αυτό το νόμιζα βρισιά. Με εκνεύριζε. Καμιά φορά, μου έδεναν κορδέλα στο κεφάλι. Κι έκλαιγα με λυγμούς. Ώσπου να μου τη βγάλουν. 

Σίγουρα, θα ήμουν μεγαλύτερος, απ’ αυτόν που βλέπετε στη φωτογραφία, όταν φορούσα μια παλιά φουστανέλα της μάνας μου, το βελούδινο μακρύ γιλέκο, έδενα στο κεφάλι ασπρομάντηλο, άρπαζα ένα ξύλο από τη στάβα για μπαστούνι και παρίστανα τη γριά. Έβγαινα, έτσι…, ως το πηγάδι. Όποιος με έβλεπε, λυνόταν ο αφαλός του από τα γέλια.

Από ζούρλες, έκανα πολλές. Κάργα. Να μην τις μετρήσω τώρα… Δεν άφηνα πέτρα απανωτή. Μου έλεγαν ότι φύτρωνα στο γήπεδο. Στις καχτιές του Σέλλειου, στα πλατάνια του Μάλλιου, στο χασίλι της Κρίβως, στη γούρα του Γουργού… Όπου δεν με ‘σπερναν… Κάπου, άπλωνα χέρι και στα φρούτα των γειτόνων. Ώσπου… μια φορά με γράπωσαν. Πάνω στης Λέξαινας την κυδωνιά. Μου τράβηξαν δυνατά τ’ αφτί. Μου το ‘καναν "παπούτσι". 

Για να με ξεφορτωθούν, με πήγαν στο νηπιαγωγείο. Στην αρχή τσαντίστηκα. Το έσκασα κλέφτικα την πρώτη μέρα. Κι έφτασα, με παρέα, ως τ’ αμπέλια. Αργότερα μόνιασα. Μου άρεσε ο χορός με τα κορίτσια, το τραγούδι, τα παιχνίδια. Η λευκή μπλούζα που φορούσα. Το κεντητό καθαρό μυτομάντηλο, που μου έβαζε η αδερφή στην τσέπη.

Όταν πλησίαζε η ώρα, για να μπαίναμε στη γραμμή για τα σπίτια, κι οι μικρούληδες φώναζαν χαρούμενα, δεν μου έκανε η καρδιά ν’ απομακρυνθώ. Τόσο πολύ το αγάπησα το νηπιαγωγείο. Μα και τη δασκάλα μου, την Αθηνά.

Η γιαγιά μου συνέχεια μου τραγουδούσε: «Στα κατσαρά σου τα μαλλιά,/ λαλούν αηδόνια και πουλιά…». Δεν μου άρεσε το τραγούδι αυτό, γιατί τα πουλιά, δεν τα ήθελα να κάτσουν πάνω στο κεφάλι μου. Μα…, ήθελα… να τα κρατώ αγκαλιά. Συχνά μου ‘φερνε ο αδερφός μου πουλιά και φωλιές απ’ τα χωράφια. Που τα ‘δενε με ράμμα από το πόδι κι εγώ φτερούγιζα από χαρά. 

Φοβόμουν τον λύκο, το σκοτάδι. Και τους κεραυνούς. Μα και τα ισκιώματα, για τα οποία συνέχεια μου μιλούσε η γιαγιά μου. Και τις μίκες, με τα φαρδιά τουμάνια, που ερχόταν από το γειτονικό χωριό στο μύλο γι’ άλεσμα κι έδεναν τα ζώα μεταφοράς ως την ακακία του πηγαδιού και τη λεύκα του Ζούρη. 

Κι ένα τελευταίο. - Γιατί τα παιδικά χρόνια θέλουν ολόκληρο βιβλίο. Δεν τα χωρεί με τίποτε ένα κείμενο. - Κάπου, φαίνεται, θα πήγαιναν οι γονείς μου, κι η γιαγιά έλειπε από το σπίτι, γι’ αυτό με ξεφόρτωσαν στην αδερφή μου, που με πήρε στην τάξη και με κάθισε δίπλα στο θρανίο της.

Έλαχε, εκείνο το πρωινό, να πάει ο νοσοκόμος να εμβολιάσει τους μαθητές. Μόλις είδα να τρυπάει τον πρώτο, πόνεσε η καρδιά μου. Με τον φόβο μέσα στα φυλλοκάρδια μου, μήπως με έσπαγε κι εμένα, σκέφτηκα στα γρήγορα τη ζαβολιά. Να ριχτώ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Η τάξη, στου Μπάσσιου, ήταν ισόγεια και το έσκασα εύκολα.

Έγινα άφαντος… 

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

07/02/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...