Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ, ΚΛΕΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΟ «ΣΕΝΤΟΥΚΙ»

(Πρόταση για άνοιγμα στο χώρο μας μιας πινακοθήκης. Δεν είναι άσχημη ιδέα. Είναι τόσοι πολλοί οι ζωγράφοι… και τα έργα τους πάρα πολλά)

Τίποτε δεν πρέπει να πέφτει κάτω. Να πηγαίνει χαμένο. Ούτε λέξη. Κι όχι έκφραση και θέση. Άποψη σωστή. Όταν είναι κιόλας από ένα αρμόδιο πρόσωπο. Κορυφαίο καλλιτέχνη. Που ακούει στο όνομα: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΗΣ

Να σας πω, συγκεκριμένα, τι εννοώ: 

Όταν με πείραξε η «γιαγιά» - πορτρέτο ζωγραφικής του Γιώργου Τζούμπα - μ’ έκανε να νιώσω όμορφα, αλλά να μη μπορώ να εξηγήσω το γιατί, απευθύνθηκα για βοήθεια στο φίλο μου, το Γιώργο Μήτση. 

Πρώτα του ανέφερα τι ακριβώς μου συνέβηκε με την πρώτη ματιά, συναισθηματικά.

Ότι έμεινα άφωνος... Μετά του αποκάλυψα την αμφισβήτησή μου: Μήπως δεν είδα καλά το πορτρέτο και κάνω λάθος εκτίμηση;! Επιχείρησα κιόλας ν’ «αγοράσω» γνώμη από τον καλλιτέχνη: «Πώς κρίνεις, Γιώργο, το έργο αυτό;».

Ο δάσκαλος της ζωγραφικής με βοήθησε απλόχερα, ανοιχτόκαρδα:

- Μου δίνεις την ευκαιρία - λέει - να διατυπώσω τη γνώμη μου για τη «γιαγιά», αλλά και για άλλα πορτρέτα του Γιώργου Τζούμπα, που τα έχει στο «σεντούκι». Τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος μιας μεγάλης κληρονομιάς. Δεροπολίτικης. Πρέπει να συγκεντρωθούν και να δημιουργήσουμε μ’ αυτά μια πινακοθήκη, που θα είναι από τις καλύτερες. 

Συνεχίζει ο ταλαντούχος ζωγράφος:

- Είναι επιθυμία μου να πω, επίσης, ότι τέτοια αριστουργήματα: πορτρέτα, τοπία, κ.λ.π., έχει κι ο Οδυσσέας Σέλλειος κι άλλα παιδιά μας, που σήμερα διαπρέπουν παντού. Όπου τους δόθηκε η ευκαιρία να ζήσουν και να εργαστούν. Τυγχάνουν να είναι όλα πρώην μαθητές μου. Συνέβαλα κάποτε, ταπεινά, στην καλλιτεχνική τους πορεία. 

-Τα περίφημα πορτρέτα, τα τοπία και πολλά άλλα έργα, τα έζησα από κοντά -λέει ο κορυφαίος καλλιτέχνης -. Τότε όταν τα ζωγραφίζαμε μαζί. Τώρα πια αποτελούν τον σπουδαίο μας πλούτο. Που σήμερα ο περισσότερος, δυστυχώς, βρίσκεται κλεισμένος στο «σεντούκι». Αν ανοίγαμε, μ’ αυτά τα έργα, μια ομαδική έκθεση, σίγουρα θα αποτελούσαν καλλιτεχνικό γεγονός. Από τα πιο σημαντικά, από τα πιο σπουδαία στη Δερόπολη και γενικότερα… Καθώς οι καμαρωτές και γεμάτο περηφάνια ασπροπαντηλοδεμένες γιαγιάδες μας, σιγά - σιγά αποχωρούν απ’ τη ζωή… κι ανήκουν πια στο παρελθόν… Η τέχνη όμως…, τις φέρνει τόσο κοντά. Και θα τις φέρνει πάντα.

Υστερόγραφο:

Για όσους δεν γνωρίζουν το Γιώργο Μήτση, ας πάρουν απλά μια «γεύση» από την αυτοπροσωπογραφία του, με την οποία συνοδεύω το κείμενο. Επίσης κι απ’ τις ελάχιστες εντυπώσεις που διατυπώνουν ορισμένοι από τους πολλούς θαυμαστές του γι’ αυτή: 

Κωστάκης Μανέλης: Οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν παρόμοια προτερήματα. Σαν εικόνα και σαν ψυχή.

Πέτρος Οικονομίδης: Πολύ πετυχημένο το ασπρόμαυρο και πολύ στο χαρακτήρα. Συγχαρητήρια! 

Πέτρος Τσερκέζης: Υπέροχο πορτρέτο, σαν λαξευμένο. Στο βάθρο της αιωνιότητας. 

Αλμπέρτ Κάσι: Ωραία γραφική, Γιώργο. Μα… τι φταις εσύ, που μοιάζεις του Μπετόβεν!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/03/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...