Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΕ ΑΦΗΝΕΙ ΜΟΝΟΝ

Τα βιβλία του ο κάθε συγγραφέας τα αισθάνεται σαν παιδιά του.

Όταν βγαίνουν από το τυπογραφείο και κυκλοφορούν, αισθάνεται μεγάλη χαρά.

«Η αλήθεια σε αφήνει μόνο», το τρίτο μου βιβλίο, είναι πλέον στα χέρια του αναγνώστη. 

Περιμένω με ανυπομονησία την αντίδρασή του.

Για να σας σβήσω κάπως την περιέργεια, ξεκόβω την εισαγωγή από τη συνέντευξη με την ταλαντούχα ηθοποιό, Βασιλική Αγγέλη και σας την παρουσιάζω:

«Άλλος στη θέση της, για να πετύχει στην καριέρα πιο εύκολα, την καταγωγή θα την έκρυβε. Θα την κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό. Παρόλο που αυτό είναι κρυφτούλι πίσω από το δάχτυλο. 

Κακώς για όσους το επιχειρούν.

Η Βασιλική - όνομα και πράγμα - όχι που δεν την κρύβει την καταγωγή της, αλλά κάνει το αντίθετο. Τη φωνάζει δυνατά. Να την «ακούσει» αν μπορεί, ακόμα κι ο κωφάλαλος. Και νιώθει ωραία. 

Έχει τσαμπουκά. Λέει: «Το θεωρώ τιμή μου και καμάρι μου, που είμαι Βορειοηπειρώτισσα. Είμαστε χωρίς Πατρίδα, ουσιαστικά. Νιώθω σαν να μην έχω πατρίδα, σαν να μην έχω κάπου να ακουμπήσω.  Εκεί μας θεωρούν Έλληνες κι όλο μας βρίζουν, εδώ μας θεωρούν Αλβανούς και μας απομονώνουν».

Μέσω της οθόνης - της τηλεόρασης - και του σανιδιού - του θεάτρου - το παλεύει σκληρά, για να ανεβάσει ψηλότερα τον εαυτό της. Να γίνει καλύτερη ηθοποιός, αλλά συνάμα, προσπαθεί να ανεβάσει ψηλότερα το γόητρο του τόπου της. Επιθυμεί να τρέχουν, αυτή κι ο τόπος της, παράλληλα».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

12/06/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...