Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΟΥ…»

Γίνεται μπούγιο, πολύς θόρυβος για το τίποτε.

Για την αλλαγή φρουράς στο Γενικό Προξενείο της Αλβανίας στα Γιάννενα.

Γιάννης φεύγει, Γιάννης έρχεται…

(Όπως λέμε: "Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει!")

Σαν να την έχουμε πάρει με ταπί αυτή τη θέση. Σαν να ‘ναι μούλκι του παππού μας.

Για το Γιάννη Ντάκο, λίγη φασαρία έγινε κάποτε κι έκλεισε η ιστορία στα μουλωχτά.

Το Γιάννη Γιάννη, δεν το αντιλαμβάνομαι, γιατί τον πετροβολούν με λύσσα.

Αν μπούμε σε άλλη λογική, θα καταλήξουμε ότι και οι δύο Γιάννηδες φταίνε το ίδιο.

Αυτοί και το σινάφι τους.

Που εξυπηρετούν διπλωματικά την Αλβανία στην Ελλάδα, στη χώρα μας.

Πράξη, που δεν μπορώ να διανοηθώ!

Ακούω και διαβάζω - και για τους δύο Γιάννηδες - πολλά και διάφορα, αλλά εγώ (μαθημένος μια ζωή από τέτοια) δεν τα ρίχνω όλα στο ίδιο σακί.

Έχω την δική μου κρίση, κάνω τις δικές μου επιλογές.

Λέω αυτά που λέω.

Δεν διαθέτω χειροπιαστά στοιχεία, για να συνυπογράψω τα υπονοούμενα του καθενός…, κι ούτε χρόνο και χρήμα έχω, για να με τραβάν οι επιτήδειοι σε ατελείωτα δικαστήρια…

Ο πρώην με το νυν Αλβανό Πρόξενο είναι πρωτοκλασάτα στελέχη της Μειονότητας. Αγωνιστές για ίδια υψηλά ιδανικά στους κόλπους της Εθνικής μας Οργάνωσης.

Έχουν κοινή «λαμπρή» πορεία…

(Μέσα στα κρύα του χειμώνα ανακοίνωσε την παραίτηση του Γιάννη Γιάννη η «Ομόνοια». Για τη δουλειά, που έπιασε πρόσφατα, τσιμουδιά.

Σαν να μην συνέβηκε τίποτε το ιδιαίτερο…)

Ανταμειφθήκαν και οι δύο Γιάννηδες, για την ανδρεία, τις πολλές «μάχες» που δώσανε και τις «νίκες» που κερδίσαμε. Σχετικά με τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα:

Ο ένας έγινε Νομάρχης, ο άλλος αιώνιος - ακλόνητος  Πρόεδρος και Γραμματέας της «Ομόνοιας».

Το ήθελαν, το πάλεψαν να πάνε εκεί ή τους πήγαν;

Όπως και να είναι τα πράγματα, μία είναι η αποστολή τους. Ένα το ιερό καθήκον τους: Να αγωνιστούν για τα δικαιώματα των Αλβανών εδώ στην Ελλάδα.  

Τραβάν ίδιο κουπί. Χωρίς ειδικό πτυχίο κι ανάλογα προσόντα - ανταποκρίνονται κάλλιστα στις απαιτήσεις της αλβανικής διπλωματίας.

Στην ευέλικτη και κομψή λειτουργία του διπλωμάτη.

Αν δεν αποδίδεις, κανείς δεν σου προσφέρει τζάμπα μεροκάματο.

Χωρίζουν πολλά τους δύο Γιάννηδες. Ολόκληρο χάσμα βρίσκεται ανάμεσά τους. Σκέπτονται διαφορετικά, αλλά πράττουν το ίδιο.

Έχουν σχεδόν ίδια συμφέροντα.

Το Ντάκο παλιά τον αξιοποίησε δύο φορές ο Μπερίσια σε θέση διπλωμάτη, το Γιάννη ο Ράμα τον αξιοποιεί τώρα. Και τους δύο τους διόρισε η Εθνική Αλβανική Πολιτική.

Η ενιαία γραμμή αυτής τη χώρας.

Ασφαλώς για τα δικά της συμφέροντα.

Με το μαντήλι του τραγουδιού τους: «Γιάννη μου το μαντήλι σου…», τους έχει δεμένους χεροπόδαρα…

Ένα πράγμα μου κινεί την περιέργεια: Γιατί τάχα τόση επιμονή από τους πολιτικούς μας φορείς, για να προωθηθεί οπωσδήποτε δικό μας πρόσωπο σε μια ευαίσθητη θέση, που δημιουργεί παρεμβολές, σύγχυση, που προκαλεί καυγά;!

Που σηκώνει τόσο κύμα;

Ποιο τάχα το όφελος, ο λόγος ποιος;

Πολλά τα ερωτήματα. Απάντηση καμία…

Δίνεις έτσι αφορμή σε κακές γλώσσες να λένε ότι γουστάρουν.

Να διασπάν την κοινωνία μας;

Αν την Ελλάδα και την Αλβανία - τις πολιτικές τους - τις συγκρίνω με μυλόπετρες, που αλέθουν τη Μειονότητα, τους δύο Γιάννηδες τους θεωρώ εργαλείο αυτού του μακάβριου μύλου.

Πολλά τα σχόλια, οι εκδοχές, τα πάρε - δώσε, για το επίκαιρο θέμα. Εγώ, προσωπικά, ένα πράγμα ξέρω καλά. 

Ότι ο Γιάννης Γιάννης … πλέον… είναι... ο Αλβανός Πρόξενος στα Γιάννενα.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
03/06/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...