Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΦΟΝΙΑΣ ΣΠΑΡΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Σαν το ’97 η ίδια κατάσταση επικρατεί και σήμερα στην Αλβανία. Βγαίνουν ξανά στους δρόμους κουκουλοφόροι και ληστεύουν. Απαγάγουν επιχειρηματίες. Σκοτώνουν.

Αφαιρούν ζωές αθώων ανθρώπων, για λίγα ψίχουλα… 

Η πρόσφατη είδηση: «Πυροβόλησαν λεωφορείο της γραμμής Αθήνα - Τίρανα και σκοτώθηκε ένας νεαρός και τραυματίστηκε βαριά ένας άλλος επιβάτης», ζωντάνεψε μέσα μου μια συγκλονιστική ιστορία, που χρόνια τώρα την κρατώ μέσα μου.

Την έριξα στο χαρτί, για να τη μάθουν κι άλλοι:

Το ’96, με την ελπίδα ότι θα πετύχαινα καλύτερα, μου την έδωσε κατακέφαλα κι άνοιξα δουλειά στο χωριό. Παρήγαγα χαρτοπετσέτες και χαρτί υγείας. Την παραγωγή την προμήθευα σχεδόν σ’ όλη την Αλβανία. 

Ο «εμφύλιος», με πέτυχε να μπαινοβγαίνω συνέχεια σε δύο συνεργεία. Στο γειτονικό χωριό, που κατασκεύαζα ένα τρέιλερ, και στην πόλη, που έφτιαχνα κυλίνδρους για σύγχρονο μηχάνημα. 

Πάνω στη συνεργασία με το γείτονα - συγκολλητή, όλο μιλούσα με πάθος για παλιές και νέες φιλίες, που ενώνουν τα χωριά μας. Αυτός χαιρόταν κι εγώ ένιωθα όμορφα. 

Ένα απόγευμα, ικανοποιημένος από τη δουλειά του αργυροκαστρίτη τορναδόρου, τον βάζω στ’ αυτοκίνητο και τον πηγαίνω στο χωριό. Να φάμε σε ταβέρνα παϊδάκια και να κατεβάσουμε κανένα ποτήρι μπρούσκο κρασί.
 
Υπολόγισα, πριν νυχτώσει, να πάω το φίλο μου στην πόλη. Μα…, όταν κάθεσαι και πίνεις, πίνεις, πίνεις…, ξεχνάς να σηκωθείς. Συνήθως βγαίνεις από το πρόγραμμα.

Το παρατραβάς… 

Σούρουπο άφησα το Λιουάν στην πόλη κι η επιστροφή έγινε μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Στο σημείο που συναντιέται ο δρόμος του γειτονικού χωριού με την Εθνική Οδό, ‘δω και πάνω ο κουκουλοφόρος.

Με το τουφέκι στο χέρι. 

Μόλις τον αντίκρισα, μου μπήκε ο φόβος στα κόκαλα κι η πρώτη σκέψη που έκανα, ήταν να αναπτύξω ταχύτητα. Πάνω στην κίνηση, άκουσα ένα δυνατό μπαμ.

Μου έμοιασε σαν χτύπημα λαμαρίνας από πέτρα. Μόνο όταν βγήκα στην κορυφή της ανηφόρας στη Μογγίλα, πήρα βαθιά ανάσα. Με την ελπίδα ότι απέφυγα τον κίνδυνο. 

Φτάνοντας στο χωριό, πάρκαρα τ’ αυτοκίνητο στο χώρο της δουλειάς και πήγα σπίτι για ύπνο. Χωρίς να πω τίποτε στη γυναίκα μου. Για να μη την πανικοβάλω. 

Την επόμενη το πρωί σηκώθηκα νωρίς και πήγα στο εργοστάσιο. Άνοιξα την πόρτα και η ματιά μου, ενστικτωδώς, καρφώθηκε πάνω στ’ αυτοκίνητο. Στο πίσω μέρος, στο καπό, είδα τρύπα.

Φαινόταν που ήταν χτύπημα από σφαίρα. 

Άρχισα να τρέμω ολόκληρος… και συγχρόνως να νιώθω μίσος μέσα μου… Να θέλω να ουρλιάξω δυνατά… και να μην μπορώ. 

Μετά από λίγες ώρες, όπως έκανα πάντα, άφησα τη σύζυγό μου στη δουλειά, και πήγα να συνεχίσουμε, μαζί με το συγκολλητή, την κατασκευή του τρέιλερ.

Μόλις μπήκα στο συνεργείο, δεν μπόρεσα να κρατηθώ.
 
- Έλα εδώ! - λέγω του γείτονα. 
Και τον βγάζω έξω. 
- Για κοίτα πίσω, το καπό του αυτοκινήτου! 

Μόλις εντόπισε το πρόβλημα, κιτρίνισε το πρόσωπό του.

Μου λέει: 

- Είναι τρύπα από σφαίρα, με κατεύθυνση τη θέση του οδηγού. Πώς γλίτωσες, βρε Γιώργο. Παρά τρίχα να χάσεις τη ζωή… 

- Είναι σφαίρα από δικό σου χωριανό - του απαντώ όλο θυμό. Και του αφηγούμαι όλη την ιστορία:

Το και το. 

Κι έπιασα να βρίζω κάργα όλο το χωριό… Να αγνοώ παλιές και νέες φιλίες…

- Έχεις δίκιο - μου λέει.
Δεν είμαστε χωριό εμείς. Ποτέ δεν θα γίνουμε άνθρωποι. Έχω τη γυναίκα μου έγκυο. Όταν θα τεκνήσει, να ξέρεις, από την κοιλιά θα βγάλει έναν φονιά.

Γιατί φονιά έσπειρα μέσα στην κοιλιά της.

Ούτε εμένα μην με εμπιστεύεσαι, αδερφέ…! 


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

30/01/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...