Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μ’ ΕΝΑ ΠΟΡΤΡΕΤΟ

(Με τη «γιαγιά» του Γιώργου Τζούμπα)

Ασφαλώς και συνομιλείς. Κάνεις διάλογο μ’ ένα πορτρέτο - πίνακα ζωγραφικής. Αν είναι, όμως, «ζωντανό». Φορτισμένο με συναίσθημα. Όπως, π.χ., η «Γιαγιά» του Γιώργου Τζούμπα.

Δεν ξέρω αν μπορεί να πετύχει άλλο τέτοιο έργο. Τι να πω…;! 

(Νομίζω ότι δεν είναι μόνο ο καλός ζωγράφος, μα και το πρόσωπο που επιλέγει για να ζωγραφίσει, που φέρνει την επιτυχία). 

Μόλις έπεσε το βλέμμα μου στο συγκεκριμένο πορτρέτο, κόλλησε πάνω του. Και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Μήπως ήταν λάθος εκτίμηση; Απάτη; Επηρεασμός της στιγμής; Ή σχεδόν τίποτε απ’ όλα αυτά; 

Για να ξεδιαλύνω τα πράγματα, τα βάλω στη θέση τους, απευθύνθηκα στο φίλο μου, το Γιώργο Μήτση, που κάθεται στην κορυφή της πυραμίδας των ζωγράφων μας. Συνυπέγραψε την απορία μου, τον πειρασμό μου, για το καταπληκτικό έργο του συναδέλφου του και ηρέμησα. 

Αισθάνθηκα, πραγματικά, μέσα μου ότι το πινέλο του ζωγράφου δεν είναι απλά βουτηγμένο σε χρώματα, αλλά μέσα σε πόνο, σε ανησυχία… Στην κοινή ευαισθησία ενός αγαπημένου προσώπου, που λατρεύει ο καλλιτέχνης.

Η γιαγιά πνίγει μέσα της τον πόνο. Δεν μιλάει πουθενά, για τις κακές στιγμές της. Για τους ελάχιστους μήνες που έζησε με τον σύζυγό της και για τον μοναχογιό που έφερε στη ζωή, με την ελπίδα κάποια στιγμή να της ανοίξει την κλεισμένη πόρτα. Αυτό, τουλάχιστον, εκφράζουν τα επτασφράγιστα χείλη της στο πορτρέτο. 

Το ασπρομάντηλο δεμένο με περίσσιο μεράκι. (Έδινε μεγάλη σημασία η γιαγιά στο δέσιμό του). Ατσαλάκωτο, πεντακάθαρο. (Να μην κολλάει τρίχα πάνω του). Περασμένο προσεκτικά κάτω από το πηγούνι, πάνω απ’ το καθαρό μέτωπο. Κι αφημένο να σκεπάζει ελεύθερα τα αυτιά…

Φιλόξενη όσο καμιά άλλη στο χωριό. Καθόταν στο σοφά με την εξώπορτα και την καρδιά της πάντα ανοιχτή και καλούσε τους περαστικούς να μπουν μέσα στην αυλή, γεμάτη από μολόχες, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, βασιλικό και κρίνα… Για έναν καφέ, για ένα νερό κι ένα ποτήρι τσίπουρο.

Συμπαθητική γιαγιά. (Μην μου πει κανείς ότι είναι στοιχείο προσωπικής μου φαντασίας αυτό;!). Η ανατομία του προσώπου της λέει ότι στα νιάτα της ήταν πανέμορφη. Αν κάποιος καθόταν τότε και αράδιαζε τα όμορφα κορίτσια του χωριού, την έβαζε άφοβα ανάμεσα στα πιο όμορφα. Από χαρακτήρα…, πρώτη. 

Πράος άνθρωπος, ήρεμη, λογική. Σαν να μην φώναξε ποτέ. Μόνο γλυκόλογα έλεγε. 

Με ψυχή πλημμυρισμένη από αγάπη. Σαν να μην μίσησε ποτέ αυτή η ανθρώπινη ύπαρξη. Ήθελε πάντα μόνο το καλό. 

Οι ρυτίδες, που οργώνουν το πρόσωπο της, πολύ φυσιολογικές. Δείχνουν ότι δούλεψε, κουράστηκε, πόνεσε, αγάπησε, αγχώθηκε, φρόντισε κι όλο κάτι περίμενε... Το οποίο δεν το συνάντησε ποτέ... Αυτό, νομίζω, λέει το βλέμμα της… 

Γυναίκα με αναμούστρα. Στα χωράφια, σε σπορεία, σε στάβλους, παντού, δούλεψε παραδειγματικά. Στο σχολείο, που εργάστηκε ένα φεγγάρι, διατήρησε το περιβάλλον πεντακάθαρο. Άναβε τη σόμπα στις κρύες μέρες του χειμώνα σε όλες τις τάξεις, για να ζεσταθούν τα παιδιά. Τα χουχουλίζει σαν να ήταν δικά της.

Κάτω από τη μεγάλη σκεπή του σπιτιού του Τζια, που στέγαζε δύο μεγάλες μονιασμένες οικογένειες, με εσωτερική πόρτα επικοινωνίας πάντα ανοιχτή κι ακλείδωτα ντουλάπια, μπαούλα, δόγα του ψωμιού…, η Ιουλία έμαθε πολλά. Πρώτα απ’ όλα την υπομονή. Μα και την άψογη συμπεριφορά. Που τη δίδαξε και σε άλλους. 

Ήταν στα 17 του χρόνια, στη δεύτερη τάξη του Καλλιτεχνικού Λυκείου, που ο Γιώργος διέκρινε σε όλο το είναι της γιαγιάς αυτά τα ενδιαφέροντα στοιχεία, που τον καθήλωσαν στον τρίποδα και το τελάρο να τη ζωγραφίσει. Να κάνει το πρώτο πορτρέτο του σε λάδι.

Εκτός όλων των άλλων, το καλύτερο ενθύμιο που διατηρεί ο ζωγράφος, είναι το δαχτυλίδι, που του χάρισε η γιαγιά, όταν πέρασε στο πανεπιστήμιο κι εκπληρώθηκε η επιθυμία της. Αυτό - του είπε - είναι δικό σου. Για να με θυμάσαι. Με το όνομά σου, σκαλισμένο από τον συνονόματο παππού σου. Να έχεις την ευχή μου καρδιά μου και να μην το βγάλεις ποτέ από το δάχτυλο. 

Το έχει σχεδόν 30 χρόνια άβγαλτο. 

Πειράζεις το Γιώργο: Μα… γιατί τόσα χρόνια αυτό το ωραίο καλλιτέχνημα, να είναι μέσα στο σεντούκι;!

Σου απαντάει εύθυμα: Τα ωραία πράγματα εμφανίζονται σπάνια και προκαλούν αναστάτωση. Και γελάει καλοσυνάτα.

Η ευχέρεια του Γιώργου είναι σε άλλες μορφές ζωγραφικής. Ελάχιστα ως καθόλου έσκυψε πάνω σε πορτρέτο. Όμως τη «Γιαγιά» του, τη γιαγιά που εκπροσωπεί επάξια, δυνατά τις γιαγιάδες όλης της Δρόπολης, την «έκλαψε». Την έβγαλε από τα βάθη της ψυχής του. Για να τη χαρούμε όλοι μαζί. 

Στη ΓΙΑΓΙΑ - εικόνα και πρόσωπο - ανήκουν πολλά. Τόσα πολλά, που η σεμνή μου πένα δεν μπορεί να περιγράψει.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/03/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...