«Όταν ήμουν μικρός - και δεν ήξερα τι ήταν ο θάνατος - ο πενηντάρης μού έμοιαζε πολύ μεγάλος. Καταγερασμένος. Προπάντων αν είχε μουστάκι, ρυτιδωμένο πρόσωπο και φορούσε τσαλακωμένο καπέλο. Αν ήταν κουρελιάρης, ακόμα χειρότερα. Χωρίς να έχω κακία - μόνο πόνο έχω μέσα μου, κι αυτό το πληρώνω - αναρωτιόμουν, π.χ.: "Ζει ο Σιώμος;! Πώς ... δεν πέθανε ακόμα;!". Τώρα που είμαι εξηντάρης, με τα τότε μυαλά μου, θα έπρεπε να είχα πιάσει θέση στο νεκροταφείο πριν από χρόνια». … Αυτά τα θλιβερά περνάν από το νου μου, ενώ τρέχω με τ’ αυτοκίνητο να προλάβω την κηδεία ενός καλού μου φίλου εβδομηνταπεντάρη. Με τετράγωνη σκέψη, με πειθαρχημένο, έξυπνο λόγο. Του Φώτου Ντάκου, που δυστυχώς, για τα δεδομένα της εποχής μας, έφυγε πρόωρα. Ήταν υπολογίσιμο, αισθητό το βάρος του στην μικρή μας κοινωνία. Συζητούσε με πάθος, πάλευε για το κοινό καλό, εκνευριζόταν με τις αδικίες. Σε φιλικό περιβάλλον έκανε τ' αστεία του, το καλαμπούρι ...